σῆψις
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
Dor. σᾶψις, εως, ἡ, (σήπομαι)
A fermentation, putrefaction, decay, αὐχμηραί τε νόσοι καὶ σήψιες Emp.121; ὑγρῶν σάψιες Ti.Locr. 102c, cf. Arist.HA569a28; τὸ τέλος τῆς κατὰ φύσιν φθορᾶς σ. ἐστιν Id.Mete.379a8; σ. χλωρή Hp.Prorrh.1.99; σ. ὀστέων,= σφάκελος, Moer.p.342P. II (σήπω) the process by which the intestines reject that part of food which is not nutritious, opp. πέψις, Arist.GA762a14, cf. Ath.7.276d, and v. σήπω 11.4. (Acc. to Gal.19.373 Empedocles said that πέψις took place σήψει.)
German (Pape)
[Seite 876] ἡ, 1) Fäulniß, Gährung; Tim. Locr. 101 a; Plat. Ax. 365 d; Arist. H. A. 6, 15. Bei Hippocr. auch Verdauung, vgl. aber Arist. gen. an. 3, 11. – 2) das Faulmachen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σῆψις: Δωρ. σᾶψις, εως, ἡ, (σήπομαι) ζύμωσις, σάπισμα, «σαπήλα», φθορά, κατάπτωσις, ὑγρῶν Τίμ. Λοκρ. 102C, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 4· τὸ τέλος τῆς κατὰ φύσιν φθορᾶς σ. ἐστιν ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 4. 1, 5 κἑξ.· σ. χλωρὴ Ἱππ. Προρρ. 75· σ. ὀστέων = σφάκελος, Μοῖρις. ΙΙ. (σήπω) ἡ ἐνέργεια τοῦ στομάχου, καθ’ ἣν οὗτος ἀπορρίπτει τὸ μέρος τῆς τροφῆς τὸ μὴ θρεπτικόν, ἀντίθετον τῷ πέψις, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 15, πρβλ. Ἀθήν. 276Ε, καὶ ἴδε σήπω ΙΙ. 4.
Russian (Dvoretsky)
σῆψις: дор. σᾰψις, εως ἡ
1) гниение, загнивание Plat., Arst.;
2) извержение экскрементов Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῆψις -εως, ἡ [σήπω] Ion. nom. plur. σήψιες, rotting, ontbinding.