ὀλοεργής
From LSJ
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
English (LSJ)
ές,
A ruinous, destructive, Man.6.722.
German (Pape)
[Seite 325] ές, Verderbliches thuend, Maneth. 6, 722.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοεργής: -ές, Μανέθων 6. 72· καὶ -εργός, όν, Νικ. Θηρ. 828, λίαν καταστρεπτικός, ὀλέθριος.
Greek Monolingual
ὀλοεργής, -ές (Α)
καταστρεπτικός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός» + -εργής (< ἔργον)].