ῥάκτρια

From LSJ
Revision as of 10:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάκτρια Medium diacritics: ῥάκτρια Low diacritics: ράκτρια Capitals: ΡΑΚΤΡΙΑ
Transliteration A: rháktria Transliteration B: rhaktria Transliteration C: raktria Beta Code: r(a/ktria

English (LSJ)

ἡ,

   A pole for beating fruit-trees, esp. olives, with, Poll.7.146, 10.130: ῥάκτριον, τό, is dub. in Hsch. and Phot.

German (Pape)

[Seite 833] ἡ, Stange, Oliven u. anderes Obst damit abzuschlagen, Poll. 7, 146. 10, 130. Auch bei Phot. u. Hesych. ist ῥάκτρια nicht als neutr. plur. zu nehmen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάκτρια: ἡ, (ῥακτὸς) ῥάβδος δι’ ἧς κτυποῦσι τὰ ἐλαιόδενδρα ὅπως πέσῃ ὁ καρπὸς κάτω, ὡς πράττουσι καὶ νῦν, Πολυδ. Ζ΄, 146, Ι΄, 130· ῥάκτιον, τό, εἶναι ἀμφίβολ. παρὰ Φωτ. καὶ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ραβδί για το ράβδισμα καρποφόρων δέντρων και κυρίως της ελιάς, ραβδιστήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάσσω «χτυπώ» + κατάλ. -τρια (πρβλ. τινάκ-τρια)].