ὑποδηματοποιός
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
ὁ,
A sandalmaker, Gloss., prob. in IG22.1576.37.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδηματοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ὑποδήματα, Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 317.
Greek Monolingual
ο / ὑποδηματοποιός, ΝΑ
κατασκευαστής υποδημάτων, παπουτσής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδημα, υποδήματος + -ποιός].