ὑποχωρητικός

From LSJ
Revision as of 10:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχωρητικός Medium diacritics: ὑποχωρητικός Low diacritics: υποχωρητικός Capitals: ΥΠΟΧΩΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hypochōrētikós Transliteration B: hypochōrētikos Transliteration C: ypochoritikos Beta Code: u(poxwrhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A relaxing, evacuating, Hp. Loc.Hom.13, al.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχωρητικός: -ή, -όν, ὁ ὑποχωρῶν, ὑπείκων, τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν… ἀλλ’ ὑποχωρητικόν τε καὶ μέτριον Γρηγ. Νύσ. τ. 1, σ. 466Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑποχωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑποχωρῶ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υποχώρηση
2. συγκαταβατικός, συμβιβαστικός («τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν... ἀλλ' ὑποχωρητικόν τε καὶ μέτριον», Γρηγ. Νύσσ.)
3. φρ. «υποχωρητικός σχηματισμός» — η παραγωγή μιας λέξης κατά τρόπο αντίστροφο από τον θεωρούμενο ως ιστορικά κανονικό, δηλαδή η παραγωγή ενός ουσιαστικού από ρήμα ή, σπανιότερα, ενός επιθέτου από επίρρημα, όπως λ.χ. στην περίπτωση κατρακυλώ > κατρακύλα (η)
επίρρ...
υποχωρητικώς και υποχωρητικά Ν
με υποχώρηση ή με υποχωρήσεις.