πάρμη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A light shield, buckler, Lat. parma, Plb.6.22.1, D.H.2.71, etc.
German (Pape)
[Seite 524] ἡ, leichter Schild, parma, Polyb. 29, 6, 1 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πάρμη: ἡ, ἐλαφρά τις ἀσπίς, Λατ. parma, Πολύβ. 6. 22, 1, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
arme défensive des Thraces, bouclier léger.
Étym. lat. parma selon Bailly.
Greek Monolingual
ἡ, Α
είδος κυκλικής ασπίδας τών Ρωμαίων ιππέων και τών ψιλών οπλιτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. parma «είδος ασπίδας»].
Russian (Dvoretsky)
πάρμη: ἡ (лат. parma) парма (легкий щит) Polyb.