ἀναδεσμεύω

From LSJ
Revision as of 11:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδεσμεύω Medium diacritics: ἀναδεσμεύω Low diacritics: αναδεσμεύω Capitals: ΑΝΑΔΕΣΜΕΥΩ
Transliteration A: anadesmeúō Transliteration B: anadesmeuō Transliteration C: anadesmeyo Beta Code: a)nadesmeu/w

English (LSJ)

   A tie up, suspend, ἔκ τινος D.S.18.42, cf. Mnesith.Cyz. ap. Orib.inc.15.16:—also ἀναδεσμέω, κλήματα πρὸς χάρακας Gp.4.7.3, cf. Sch.A.Pers.191: metaph., of religious scruples or taboos, Lyd.Ost.16.

German (Pape)

[Seite 186] auf-, anbinden, Diod. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδεσμεύω: δένω ἐπάνω ἢ ὑψηλά, Διόδ. 18. 42: οὕτως ἀναδεσμέω, «οἷς ἀναδεσμοῦνται» Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 191.

Spanish (DGE)

colgar, suspender τὰς γὰρ κεφαλὰς αὐτῶν ταῖς σειραῖς ἀναδεσμεύων ἔκ τινων δοκίων D.S.18.42, cf. Mnesith.Cyz. en Orib.Inc.32.16
en v. med. τοὺς βοστρύχους ἀναδεσμευομένην con los cabellos sueltos, PMag.4.1727.

Greek Monolingual

ἀναδεσμεύω)
νεοελλ.
δεσμεύω εκ νέου, ξαναδεσμεύω
αρχ.
δένω προς τα επάνω, κρεμώ ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δεσμεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναδεσμεύω: подвязывать, привязывать Diod.