ἐπιστημονικός

From LSJ
Revision as of 11:48, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστημονικός Medium diacritics: ἐπιστημονικός Low diacritics: επιστημονικός Capitals: ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: epistēmonikós Transliteration B: epistēmonikos Transliteration C: epistimonikos Beta Code: e)pisthmoniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of knowledge, τὸ ἐ. τῆς ψυχῆς Arist.de An.431b27; opp. βουλευτικός, Id.MM1196b17, cf. EN1139a12; θεὸς . . πάντων-ώτατον Id.Fr.10 (=S.E.M.9.21): Comp. -ώτερος Arist.Top.141b16, Ph.Fr.70 H.    II. of or for science, scientific, ἀρχαί Arist.Top.100b19; ὁ ὁρισμὸς -κός (v.l. -κόν) Id.Metaph.1039b32; ἀποδείξεις Id.AP0.75a30; συλλογισμός ib.71b18; αἴσθησις Phld.Mus.p.11 K.; λόγοι Gal.UP12.6; ἐπίγνωσις Theol.Ar.17; οὐκ ἦν εὔλογον οὐδ' ἐ. ib.58: Sup.-ώτατον, ἔργον [ὁ κόσμος] Ph.2.217. Adv. -κῶς Arist.Top.114b10, Ph.2.417.

German (Pape)

[Seite 984] ή, όν, das Wissen betreffend, wissend, τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς μέρος Arist. Eth. 6, 2; auch adv., S. Emp. adv. phys. 283.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστημονικός: -ή, -όν, ἐπιδεκτικὸς ἐπιστήμης, γνώσεως, ἀντίθετον τῷ λογιστικός, τὸ ἐπ. μέρος τῆς ψυχῆς Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 8, 2, Ἠθ. Ν. 6. 1, 6· θεός... πάντων ἐπιστημονικώτατον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 12. ΙΙ. ἀνήκων εἰς ἢ κατάλληλος διὰ τὴν ἐπιστήμην, ὡς καὶ νῦν, ἀρχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 1, 2· ὁρισμὸς ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 3· ἀπόδειξις ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. Ὑστ. 1. 6, 11, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιστημονικός, -ή, -όν) επιστήμων
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη, που ακολουθεί τους όρους της επιστήμης («επιστημονική έρευνα, συζήτηση», «ἐπιστημονικαὶ ἀρχαί», «ἐπιστημονική ἀπόδειξις»)
αρχ.
ο ικανός να κατέχει την επιστήμη, να μαθαίνει καλά κάτι («τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστημονικός:
1) познающий (μέρος τῆς ψυχῆς Arst.);
2) научный (ὁρισμός Arst.).