ἐπισταθμάομαι
From LSJ
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
English (LSJ)
A weigh well, ponder, A.Ag.164 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 981] erwägen, überlegen, πάντα Aesch. Ag. 159.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισταθμάομαι: Ἀποθ., καλῶς ζυγίζω, ἐξετάζω, πάντ’ ἐπισταθμώμενος Αἰσχύλ. Ἀγ. 164.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
peser, fig. examiner avec soin.
Étymologie: ἐπί, σταθμάομαι.
Greek Monotonic
ἐπισταθμάομαι: αποθ., ζυγίζω καλά, εξετάζω, σταθμίζω προσεκτικά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισταθμάομαι: досл. взвешивать, перен. тщательно обдумывать (πάντα Aesch.).