ποταμογείτων
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
English (LSJ)
ονος, ὁ,
A pondweed, Potamogeton natans, Dsc.4.100, Luc.Trag.152, Ael.NA6.46. 2 = ἄρκιον, Ps.-Dsc.4.106. II epith. of a crocodile, PMag.Leid.W.25.21.
German (Pape)
[Seite 688] ονος, ὁ, ἡ, dem Flusse nah, Name eines Krautes; Ael. H. A. 6, 46; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ποταμογείτων: -ονος, ἡ, ποταμοῦ γείτων, ὄνομα βοτάνης, Λατ. potamogeton. «ποταμογείτων φύλλον ἐστὶν ὅμοιον σεύτλῳ δασὺ καὶ ὀλίγον ὑπερκῦπτον τοῦ ὕδατος» Διοσκ. 4. 101.
French (Bailly abrégé)
ονος (genre inconnu);
propr. « voisine des fleuves », sorte de plante aquatique, potamogeton natans, ou ἄρκιον LSJ.
Étymologie: ποταμός, γείτων.
Spanish
Greek Monolingual
-ονος, ο, ΝΑ
πολυετές υδρόβιο φυτό που είναι βυθισμένο ολόκληρο στα νερά τών ρυακιών ή επιπλέουν μόνο τα φύλλα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + γείτων.