ῥητίνη

From LSJ
Revision as of 12:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥητίνη Medium diacritics: ῥητίνη Low diacritics: ρητίνη Capitals: ΡΗΤΙΝΗ
Transliteration A: rhētínē Transliteration B: rhētinē Transliteration C: ritini Beta Code: r(hti/nh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,

   A resin of the pine, Hp.Art.63, Arist.HA617a19, Thphr.HP9.2.1, al., Nic.Al.300,554, Dsc.1.71, etc. (Prob. a foreign word.)

German (Pape)

[Seite 841] ἡ, Harz, Gummi, lat. resina, weil es von selbst aus den Bäumen fließt (ῥεῖ); Arist. H. A. 9, 10; Pol. 5, 89, 9; Nic. Al. 300. 567; Theophr.; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥητίνη: ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ῥετσῖνα», ἡ ἐκ πεύκης ῥέουσα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 20, Θεοφρ. Φυτ. Ἱστ. 9, 2, 1, κτλ. (Κατὰ τὸν Ἰσίδωρ. ἐκ τοῦ ῥέω, ἡ ἐκρέουσα ἀπὸ τοῦ δένδρου· ἀλλ’ ἕτεροι νομίζουσι τὴν λέξιν ξένην.) [ῑ, Νικ. Ἀλεξιφ. 300, 567· οὕτω Λατ. resīna, Mart. 12. 32.]

Spanish

resina

Greek Monolingual

η / ῥητίνη, ΝΑ
η φυσική ρητίνη και ιδίως του πεύκου, το ρετσίνι
νεοελλ.
1. συν. στον πληθ. οι ρητίνες
χημ. ασαφής συνοπτική ονομασία μακρομοριακών χημικών ενώσεων φυσικής ή συνθετικής προέλευσης που έχουν τη μορφή στερεού ή παχύρρευστου υγρού και χρησιμοποιούνται στις βιομηχανίες πλαστικών υλών, βαφών, μελανιών, βερνικιών, συγκολλητικών υλών κ.λπ.
2. φρ. «φυσική ρητίνη»
(βοτ.-χημ.) μίγμα ενώσεων μεγάλου μοριακού βάρους το οποίο εκκρέει από ορισμένα φυτά, ιδίως τα κωνοφόρα, όταν αυτά τραυματιστούν στον φλοιό τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για δάνεια λ., όπως και το λατ. resina (πρβλ. λ. ρετσίνα)].

Russian (Dvoretsky)

ῥητίνη:ῥέω I] камедь, древесная смола Arst., Polyb.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: resin, fir resin (Hp., Arist., Thphr.), ῥητινό-κηρον n. wax dissolved in resin (medic.); on the neuter gender cf. βούτυρον.
Derivatives: ῥητιν-ώδης resinous, -ίτης οἶνος resinous wine (Dsc.; Redard 98), -ίζω be resinous (Dsc.), -όομαι to be made resinous (Hp., Dsc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: With the formations in -ινος, -ινη there are both inherited and Pre-Greek words (Chantraine Form. 204f., Schwyzer 491). No connection, prob. Pre-Greek. The comparison with Lat. rasis f. a kind of raw, to dust pulverized pitch, which was mixed with wine (Walde and W.-Hofmann s.v. as supposed LW [loanword] from *ῥάσις) is uncertain. -- Lat. rēsīna continues a dial. byform *ῥησίνα (Leumann Lat. Gr. 141). The variant in Latin shows that this is a Pre-Greek word; cf. Furnée 261.

Frisk Etymology German

ῥητίνη: {rhētí̄nē}
Grammar: f.
Meaning: Harz, Tannenharz (Hp., Arist., Thphr. u.a.), ῥητινόκηρον n. in Harz aufgelöstes Wachs (Mediz.); zum neutr. Genus vgl. βούτυρον.
Derivative: Davon ῥητινώδης harzig, -ίτης οἶνος geharzter Wein (Dsk.; Redard 98), -ίζω harzig sein (Dsk.), -όομαι geharzt werden (Hp., Dsk.).
Etymology : Unter den Bildungen auf -ινος, -ινη gibt es sowohl Erb- wie Lehnwörter (Chantraine Form. 204f., Schwyzer 491). Ohne Anknüpfung, wohl LW. Der Vergleich mit lat. rasis f. eine Art rohes, zu Staub zerstoßenes Pech, das dem Wein beigemischt wurde (Walde und W.-Hofmann s.v. als angebl. LW aus *ῥάσις) ist wenig greifbar. — Lat. rēsīna setzt eine dial. Nebenform *ῥησίνα voraus (Leumann Lat. Gr. 141).
Page 2,654