βρομιάς
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
άδος, ἡ, fem. of sq. 11,
A θοίνα Pi.Dith.Oxy.1604 Fr.1 i 11; πηγή Antiph. 52.12. II large cup, Ath.11.784d.
German (Pape)
[Seite 464] άδος, ἡ, 1) fem. zum folgdn, πηγή Antiphan. bei Ath. X, 449 c. – 2) eine Art Becher, Ath. XI. 784 d.
Greek (Liddell-Scott)
βρομιάς: -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., Ἀντιφ. Ἀφρ. 1. 12· ― μέγα ποτήριον, Ἀθην. 784D.
English (Slater)
βρομιάς f. adj.,
1 of Bromios, Dionysaic βρομιάδι θοίνᾳ πρέπει[ Δ. 1. 11.
Greek Monolingual
βρομιάς, η (Α)
1. θηλ. του επιθ. βρόμιος (II)
2. ως ουσ. ονομασία μεγάλου ποτηριού.