δειελινός

From LSJ
Revision as of 13:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειελινός Medium diacritics: δειελινός Low diacritics: δειελινός Capitals: ΔΕΙΕΛΙΝΟΣ
Transliteration A: deielinós Transliteration B: deielinos Transliteration C: deielinos Beta Code: deielino/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = δείελος, at evening, Theoc.13.33; δειελινὴν τὴν δ' εἷλε κακὸς χλόος Call.Aet.3.1.12.

German (Pape)

[Seite 535] = folgdm, Theocr. 13, 33, f. δειλινός.

Greek (Liddell-Scott)

δειελινός: -ή, -όν, = δείελος, ἑσπερινός, πρὸς ἑσπέραν, Θεόκρ. 13. 33.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. δείελος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
vespertino, del atardecer δειελινὸν κλίνοντος ὑπὸ ζόφον ἠελίοιο A.R.1.452
frec. predic. al atardecer δαῖτα πένοντο δειελινοί Theoc.13.33, δειελινὴν τὴν δ' εἷλε κακὸς χλόος Call.Fr.75.12, σκύλαξ ... δ. ... ἀνεκλίνθη Aesop.307
neutr. como adv. por la tarde δ. ὡς κατέδαρθον Theoc.21.39.

Greek Monolingual

δειελινός, -ή, -όν (Α)
ο δείελος, αυτός που γίνεται κατά το δειλινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητικό τ. του δειλινός.

Greek Monotonic

δειελινός: -ή, -όν, = δείελος, εσπερινός, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

δειελινός: Theocr. = δείελος I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειελινός -ή -όν [δείελος] avondlijk.

Middle Liddell

= δείελος
at evening, Theocr.