δραγματηφόρος

From LSJ
Revision as of 13:53, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δραγμᾰτηφόρος Medium diacritics: δραγματηφόρος Low diacritics: δραγματηφόρος Capitals: ΔΡΑΓΜΑΤΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: dragmatēphóros Transliteration B: dragmatēphoros Transliteration C: dragmatiforos Beta Code: dragmathfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A carrying sheaves, Babr.88.16.

Greek (Liddell-Scott)

δραγμᾰτηφόρος: -ον, ὁ φέρων ἢ μεταφέρων δράγματα, δέματα σταχύων, Βάβρ. 88. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des gerbes.
Étymologie: δράγμα, φέρω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ el que transporta las gavillas μισθὸν δ' ἔταξε δραγματηφόροις δώσειν Babr.88.16.

Greek Monotonic

δραγμᾰτηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει δεμάτια, χειρόβολα, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

δραγματηφόρος: несущий колосья Babr.

Middle Liddell

δραγμᾰτη-φόρος, ον adj φέρω
carrying sheaves, Babr.