εὐκατάφορος
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
ον,
A prone towards, πρός τι Arist.EN1109a15, Plu.2.503c.
German (Pape)
[Seite 1074] leicht sich herunterbewegend, leicht in Etwas verfallend, bes. in einen Fehler, übh. wozu geneigt, πρὸς ἀκολασίαν Arist. Eth. 2, 8, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάφορος: -ον, ἔχων κλίσιν πρός τι, Λατ. Proclivis, πρός τι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 8, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très porté à, enclin à, πρός et l’acc..
Étymologie: εὖ, καταφέρω.
Greek Monolingual
εὐκατάφορος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει κλίση, τάση προς κάτι, ο επιρρεπής («εὐκατάφοροί ἐσμεν μᾱλλον πρὸς ἀκολασίαν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατά-φορος (< κατα-φέρω)].
Russian (Dvoretsky)
εὐκατάφορος: наклонный, склонный (πρός τι Arst., Plut., Diod.).