εὔπταιστος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A easily stumbling: metaph., unreliable, of words as compared with facts, Hp.Praec.2.
German (Pape)
[Seite 1091] leicht Anstoß gebend, gefährlich, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπταιστος: -ον, εὐκόλως πταίων, σφαλλόμενος, ἀσταθής, σφαλερός, Ἰππ. 26. 19.
Greek Monolingual
εὔπταιστος, -ον (Α)
1. αυτός που σφάλλει εύκολα
2. (για λόγια σε σχέση με τις πράξεις) αναξιόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πταιστός (< πταίω)].