αἰπός

From LSJ
Revision as of 14:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰπός Medium diacritics: αἰπός Low diacritics: αιπός Capitals: ΑΙΠΟΣ
Transliteration A: aipós Transliteration B: aipos Transliteration C: aipos Beta Code: ai)po/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A high, lofty, of cities, Il.13.625, al.; αἰπὰ ῥέεθρα streams falling sheer down, Il.8.369, Hes.Oxy.1358.2.23: αἰπόν, τό, dub. in Ath.Mitt.31.138 (Athens).

Greek (Liddell-Scott)

αἰπός: -ή, -όν, Ἐπ. ἀντὶ αἰπύς, = ὑψηλός, ἐπηρμένος, περὶ πόλεων, Ἰλ. Ν. 625., καὶ ἀλλ.· αἰπὰ ῥέεθρα, ῥεῖθρα καταπίπτοντα καθέτως ἀφ’ ὑψηλοῦ, Ἰλ. Θ. 369. Φ. 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 escarpé, situé sur une hauteur;
2 difficile à franchir (torrent).
Étymologie: αἰπύς.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 construido en un alto de ciudades Il.13.625, Od.8.516, Τυμφρηστός Euph.140.
2 que se precipita desde lo alto ῥέεθρα Il.21.9, Hes.Fr.150.23, A.R.1.927.
3 subst. τὸ αἰ. dud. suelo escarpado, irregular, IG 22.1665.7 (IV a.C.).

Greek Monotonic

αἰπός: -ή, -όν, Επικ. αντί αἰπύς, υψηλός, υπερήφανος, υπεροπτικός, αγέρωχος, λέγεται για πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰπὰ ῥέεθρα, ρεύματα που πέφτουν καθέτως από ψηλά, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

αἰπός:
1) высокий (πόλις Hom.);
2) свергающийся с высоты (Στυγὸς ῥέεθρα Hom.).

Middle Liddell

[epic for αἰπύς,]
high, lofty, of cities, Il.; αἰπὰ ῥέεθρα streams falling sheer down, Il.