Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δικάρδιος

From LSJ
Revision as of 15:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκάρδιος Medium diacritics: δικάρδιος Low diacritics: δικάρδιος Capitals: ΔΙΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: dikárdios Transliteration B: dikardios Transliteration C: dikardios Beta Code: dika/rdios

English (LSJ)

ον,

   A with two hearts, Ar.Byz.Epit.28.16, Ael.NA11.40; τὸ δ. a kind of lettuce, Gp.12.1.2.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκάρδιος: -ον, ὁ δύο ἔχων καρδίας, πέρδικες οἱ Παφλαγόνες δικάρδιοί εἰσι Αἰλ. π.Ζ. 11.40· -τὸ δ., εἶδος θρίδακος (μαρουλίου), Γεωπ. 12.1,3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a deux cœurs.
Étymologie: δίς, καρδία.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): tard. δικάρδις Gp.12.1.2
1de dos corazones πέρδικες Thphr. en Ael.NA 11.40, cf. Ar.Byz.Epit.28.16.
2 subst. τὸ δ. bot., una variedad de lechuga, Gp.l.c.

Greek Monolingual

δικάρδιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει δύο καρδιές («πέρδικες δικάρδιοι»)
2. το ουδ. ως ουσ. το δικάρδιον
είδος μαρουλιού.