δυσεκβίαστος
πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις → pride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A hard to overpower, ἐπιθυμίαι Plu.2.127a, cf.Cor.2, Eun.VSp.500 B.
German (Pape)
[Seite 678] dem man schwer etwas entreißen kann, Plut. Ages. 2 u. öfter; übh = unbezwinglich.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεκβίαστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ καταβάλῃ τις, Πλούτ. 2. 127Α. ― Ἐπίρρ. δυσεκβιάστως Ν. Χων. σ. 273. 5 (Βόνν).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à repousser ou à vaincre par la force, difficile à soumettre.
Étymologie: δυσ-, ἐκβιάζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers., sent. fís. difícil de dominar, de vencer βάρος ref. al cuerpo de un luchador, Plu.Cor.2
•fig. ἐπιθυμίαι Plu.2.127a
•sent. anímico que no se deja ablandar, obstinado τραχὺς καὶ δ. Plu.Phoc.10, φιλόνεικος ... καὶ δ. Eun.VS 500.
2 de lugares inexpugnable (τόπος) χαλεπὸς καὶ δ. τοῖς παροικοῦσιν Plu.Arat.50.
Greek Monolingual
δυσεκβίαστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα εκβιάζεται ή καταβάλλεται από άλλον.
Russian (Dvoretsky)
δυσεκβίαστος: неодолимый, неприступный (ἕδρα, τόπος Plut.): δυσεκβίαστοι ἐπιθυμίαι Plut. непреодолимые страсти (желания).