δωροξενίας
From LSJ
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
English (LSJ)
γραφή, ἡ,
A indictment of a ξένος for bribing the judges to declare him an Athenian, Lys.Fr.196 S., Hyp.Fr.20, Arist.Ath.59.3.
German (Pape)
[Seite 696] γραφή, Klage gegen Einen, der der ξενία angeklagt, die Richter bestochen harte, Lys. bei Harpocr.; vgl. Poll. 8, 44 u. B. A. 238. 240.
Greek (Liddell-Scott)
δωροξενίας: γραφή, ἡ, ἡ καταγγελία κατὰ ξένου, ὡς προσενεκόντος δῶρα εἰς τοὺς δικαστάς, ἵνα κηρύξωσιν αὐτὸν Ἀθηναῖον, εἰσὶ δὲ καὶ γραφαὶ… ξενίας καὶ δωροξενίας, ἄν τις δῶρα δοὺς ἀποφύγῃ τὴν ξενίαν Ἀριστ. Πολ. Ἀθην. 59, Λυσ. καὶ Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρπ.