δυσπρόσμαχος

From LSJ
Revision as of 15:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπρόσμᾰχος Medium diacritics: δυσπρόσμαχος Low diacritics: δυσπρόσμαχος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΜΑΧΟΣ
Transliteration A: dysprósmachos Transliteration B: dysprosmachos Transliteration C: dysprosmachos Beta Code: duspro/smaxos

English (LSJ)

ον,

   A hard to attack, Plu.Tim.21.

German (Pape)

[Seite 688] schwer zu bekämpfen, Plut. Timol. 21.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσμᾰχος: -ον, δυσκόλως προσβαλλόμενος, Πλούτ. Τιμολ. 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à combattre.
Étymologie: δυσ-, προσμάχομαι.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de asaltar, inexpugnablede lugares, Plu.Tim.21.

Greek Monolingual

δυσπρόσμαχος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα πολεμάται.

Greek Monotonic

δυσπρόσμᾰχος: -ον (προσμάχομαι), αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, αυτός στον οποίο δύσκολα επιτίθεται κάποιος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπρόσμᾰχος: трудный для завоевания или взятия, недоступный (μέρη τῆς πόλεως Plut.).

Middle Liddell

δυσ-πρόσμᾰχος, ον προσμάχομαι
hard to attack, Plut.