βαρβαροστομία

From LSJ
Revision as of 16:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαρβᾰροστομία Medium diacritics: βαρβαροστομία Low diacritics: βαρβαροστομία Capitals: ΒΑΡΒΑΡΟΣΤΟΜΙΑ
Transliteration A: barbarostomía Transliteration B: barbarostomia Transliteration C: varvarostomia Beta Code: barbarostomi/a

English (LSJ)

ἡ, (στόμα)

   A barbarous way of speaking, Str.14.2.28.

German (Pape)

[Seite 432] ἡ, ausländische Art zu reden, barbarische Aussprache, Strab. XIV, 662.

Greek (Liddell-Scott)

βαρβᾰροστομία: ἡ, (στόμα) βάρβαρος τρόπος τοῦ ὁμιλεῖν καὶ προφέρειν, Στράβ. 662.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ pronunciación bárbara o extranjera Str.14.2.28.

Greek Monolingual

βαρβαροστομία, η (Α)
βαρβαρικός τρόπος ομιλίας.