κερνοφόρος

From LSJ
Revision as of 16:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερνοφόρος Medium diacritics: κερνοφόρος Low diacritics: κερνοφόρος Capitals: ΚΕΡΝΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kernophóros Transliteration B: kernophoros Transliteration C: kernoforos Beta Code: kernofo/ros

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A priest or priestess who bears it, Nic.Al.217; κ. κόρη Ps.-Plu.Fluv.13.3; κ. ὄρχημα, ὄρχησις, Poll.4.103, Ath.14.629d.

German (Pape)

[Seite 1425] den κέρνος tragend; ζάκορος Nic. Al. 217; κερνοφόρον ὄρχημα, der bei den korybantischen Mysterien übliche Tanz, Ath. XIV, 629 c; vgl. Poll. 4, 103. S. κέρνον u. Lob. a. a. O.

Greek Monolingual

κερνοφόρος, ὁ, ἡ (Α)
1. ιερέας ή ιέρεια που μετέφερε το κέρνος
2. (κατά τον Πολύδ.) «κερνοφόρος
ὄρχημα, ὄρχησις» κατά τις τελετές τών Κορυβάντων («μανιώδεις δ' εἰσὶν ὀρχήσεις, κερνοφόρος καὶ μόγγας», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρνος «τελετουργικό αγγείο» + -φόρος (< φόρος < φέρω)].