μονότεκνος

From LSJ
Revision as of 17:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονότεκνος Medium diacritics: μονότεκνος Low diacritics: μονότεκνος Capitals: ΜΟΝΟΤΕΚΝΟΣ
Transliteration A: monóteknos Transliteration B: monoteknos Transliteration C: monoteknos Beta Code: mono/teknos

English (LSJ)

ον,

   A with but one child, E.HF1021 (lyr.), Paul.Al. O.2.

German (Pape)

[Seite 205] mit einem Kinde, Πρόκνη, Eur. Herc. Fur. 1021.

Greek (Liddell-Scott)

μονότεκνος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον τέκνον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1021, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’a qu’un enfant.
Étymologie: μόνος, τέκνον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονότεκνος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο τέκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ-τεκνος].

Greek Monotonic

μονότεκνος: -ον (τέκνον), αυτός που έχει ένα μόνο παιδί, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μονότεκνος: имеющий одного лишь ребенка (Πρόκνη Eur.).

Middle Liddell

μονό-τεκνος, ον τέκνον
with but one child, Eur.