μεγαλοείμων
From LSJ
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A clad in a large robe, Eust.1430.25.
German (Pape)
[Seite 106] ον, mit großem Kleide, Eust. 1430, 25.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοείμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ περιβεβλημένος μεγάλην ἐσθῆτα, Εὐστ. 1430, 25.
Greek Monolingual
μεγαλοείμων, -ονος, ὁ, ἡ (Μ)
αυτός που φορά μεγάλη εσθήτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -εἷμα «ένδυμα, ρούχο»].