περιφλίω

From LSJ
Revision as of 18:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφλίω Medium diacritics: περιφλίω Low diacritics: περιφλίω Capitals: ΠΕΡΙΦΛΙΩ
Transliteration A: periphlíō Transliteration B: periphliō Transliteration C: periflio Beta Code: perifli/w

English (LSJ)

[ῐ],

   A to be almost bursting with, ἀλοιφῇ Nic.Al.62 (v.l. -φλῐδόωντος from περι-φλῐδάω).

Greek Monolingual

Α
είμαι υπερπλήρης, φουσκωμένος με κάτι («περιφλίοντες ἀλοιφῇ» — που πάνε να σκάσουν από το λίπος, Νίκ. Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φλίω «είμαι φουσκωμένος, γεμάτος» (που μαρτυρείται μόνο στον τ. της μτχ. περιφλίοντος), βλ. λ. φλίω.