περίκομος
From LSJ
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
ον,
A covered all over with leaves, Thphr.HP3.8.4,al.
German (Pape)
[Seite 580] rings herum behaart, belaubt, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
περίκομος: -ον, κατακεκαλυμμένος πανταχόθεν διὰ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 4.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει μαλλιά σε όλες τις πλευρές, παντού
2. (για φυτά) καλυμμένος από παντού με φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κομος (< κόμη), πρβλ. καλλί-κομος].