διάτοιχος
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ον,
A extending through the width of the wall, ὑπερτόναια ξύλινα δ. IG22.463.57. II Subst. διάτοιχος (sc. λίθος), ὁ, bonding course or stone, ib.11(2).144 A 57,97 (Delos, iv B. C.), 199 C 32 (iii B. C.), Milet.7.56,57 (pl.), cf. Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
arq.
I que se extiende a lo largo de un muro ὑπερτόναια ξύλινα IG 22.463.57 (IV a.C.).
II subst. ὁ δ.
1 perpiaño, sillar que atraviesa toda una pared o que se extiende de una pared a otra, IG 11(2).144A.85 (Delos IV a.C.), 199C.32 (III a.C.), Didyma 25A.21, B.19 (III a.C.), SEG 35.1095.6 (Dídima II a.C.), Hsch.
2 muro transversal, IG 11(2).139d.3, 144A.57, 97, 106 (ambas Delos IV a.C.).
Greek Monolingual
διάτοιχος, -ον (Α)
1. αυτός που εκτείνεται κατά πλάτος του τοίχου
2. το αρσ. ως ουσ. ο διάτοιχος (ενν. λίθος)
λίθος που συνδέει δύο τοίχους ή που εκτείνεται από τον ένα τοίχο ώς τον άλλο.