κλεψίχωλος

From LSJ
Revision as of 21:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψίχωλος Medium diacritics: κλεψίχωλος Low diacritics: κλεψίχωλος Capitals: ΚΛΕΨΙΧΩΛΟΣ
Transliteration A: klepsíchōlos Transliteration B: klepsichōlos Transliteration C: klepsicholos Beta Code: kleyi/xwlos

English (LSJ)

ον,

   A disguising lameness, Luc.Ocyp. 33.

German (Pape)

[Seite 1449] das Hinken verbergend, unmerklich hinkend, Luc. Ocyp. 33.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίχωλος: -ον, κρύπτων τὴν χωλότητα αὐτοῦ, Λουκ. Ὠκύπ. 33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dissimule sa boiterie.
Étymologie: κλέπτω, χωλός.

Greek Monolingual

κλεψίχωλος, -ον (Α)
αυτός που κρύβει τη χωλότητά του, αυτός που χωλαίνει ανεπαίσθητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -χωλος (< χωλός), πρβλ. αμφοτερό-χωλος, κατά-χωλος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλεψίχωλος -ον [κλέπτω, χωλός] de mankheid verbergend.

Russian (Dvoretsky)

κλεψίχωλος: (ῐ) скрывающий свою хромоту Luc.