μελισταγής

From LSJ
Revision as of 22:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελιστᾰγής Medium diacritics: μελισταγής Low diacritics: μελισταγής Capitals: ΜΕΛΙΣΤΑΓΗΣ
Transliteration A: melistagḗs Transliteration B: melistagēs Transliteration C: melistagis Beta Code: melistagh/s

English (LSJ)

ές,

   A dropping honey, κηρίον Babr.Prooem.18.    2 sweet as dropped honey, λοιβαί A.R.2.1272; στόματα AP5.294 (Leont.); σταφυλαί Dioscorus in PLit.Lond.100D5.

German (Pape)

[Seite 124] ές, Honig träufelnd; Ap. Rh. 2, 1272; στόμα, Leont. 1 (V, 295); κρούνισμα, Ep. ad. 259 (Plan. 12); ὕδωρ, ib. (App. 161); νιφετος, Tryphiod. 119.

Greek (Liddell-Scott)

μελιστᾰγής: -ές, ὁ στάζων μέλι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1272, Βαβρ. προοίμ. 18, Ἀνθ. Π. 5. 295, κτλ.· - μελίστακτος, ον, Ἀνθ. Π. 4. 1, 33.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui distille du miel.
Étymologie: μέλι, στάζω.

Greek Monolingual

-ές (Α μελισταγής, -ές)
1. αυτός που στάζει μέλιμελισταγής λόγος»)
2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν να στάζει μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -σταγής (< θ. σταγ- του στάζω, πρβλ. σταγ-ῆναι), πρβλ. αιμο-σταγής].

Greek Monotonic

μελιστᾰγής: -ές (στάζω), αυτός που στάζει μέλι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελιστᾰγής: источающий мед (στόμα Anth.).

Middle Liddell

μελι-στᾰγής, ές στάζω
dropping honey, Anth.