παμπάμων
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
[ᾱ], ον, gen. ονος,
A possessing all, Hsch. (cj. for Πάμπανον).
German (Pape)
[Seite 454] ον, allbesitzend.
Greek (Liddell-Scott)
παμπάμων: [ᾱ], -ον, ὁ τὰ πάντα κεκτημένος, τῶν πάντων κύριος, Ἡσύχ.· ἴδε Ruhnk. εἰς Τίμ. σ. 209.
Greek Monolingual
παμπάμων, -ον (Α)
αυτός που κατέχει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -πάμων (< πᾶμα «κτήμα»), πρβλ. πολυ-πάμων].