πνευματοκήλη

From LSJ
Revision as of 09:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνευμᾰτοκήλη Medium diacritics: πνευματοκήλη Low diacritics: πνευματοκήλη Capitals: ΠΝΕΥΜΑΤΟΚΗΛΗ
Transliteration A: pneumatokḗlē Transliteration B: pneumatokēlē Transliteration C: pnevmatokili Beta Code: pneumatokh/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A aneurysmal varicocele, Paul.Aeg.6.64.

German (Pape)

[Seite 640] ἡ, Windbruch, im Leibe, Paul. Aeg.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμᾰτοκήλη: ἡ, κήλη περιέχουσα ἀέρα, Παῦλ. Αἰγ. 6 64.

Greek Monolingual

η, Ν ιατρ. α) αεριώδης όγκος, αεροκήλη, που εμφανίζεται μέσα σε ιστούς και σπλάγχα ή όργανα
β) (φρ) «πνευματοκήλη του κρανίου» — αεροκήλη τών εγκεφαλικών κοιλιών.