πολυειδήμων
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A knowing much, S.E.M.1.63.
German (Pape)
[Seite 662] ον, viel wissend, Sext. Emp. adv. gramm. 63.
Greek (Liddell-Scott)
πολυειδήμων: -ον, ὁ πολλὰ εἰδώς, γινώσκων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 63. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 258.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που γνωρίζει πολλά, πολυμαθής, πολύξερος («πολυειδήμονά τινα καὶ πολυμαθῆ βούλεται εἶναι τὸν γραμματικόν», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + εἰδήμων (< οἶδα «γνωρίζω»), πρβλ. παντ-ειδήμων].