πολυδέγμων

From LSJ
Revision as of 09:12, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠδέγμων Medium diacritics: πολυδέγμων Low diacritics: πολυδέγμων Capitals: ΠΟΛΥΔΕΓΜΩΝ
Transliteration A: polydégmōn Transliteration B: polydegmōn Transliteration C: polydegmon Beta Code: polude/gmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (δέχομαι)

   A containing much or receiving much, Lyc.700.    II πολυδέγμων, ὁ, like πολυδέκτης, a name of Hades, h.Cer.17.31, prob. in Orph.H.18.11, cf. Fr.49iv64, v69.

German (Pape)

[Seite 661] ον, viel fassend od. aufnehmend, Lycophr. 699 (vgl. πολυδαίμων). Auch als subst., Beiwort des Hades, der alles Sterbliche in sein Reich aufnimmt, H. h. Cer. 17. 31 u. sonst. Vgl. auch πολυδέκτης.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδέγμων: -ον, γεν. ονος, (δέχομαι) ὁ δεχόμενος ἢ περιλαμβάνων πολλά, Λυκόφρ. 700. ΙΙ. πολυδέγμων, ὁ, ὡς τὸ πολυδέκτης, ὄνομα τοῦ Ἅιδου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 17. 31, κτλ., ἔνθα ἴδε Ruhnk.· πρβλ. πολυδαίμων.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που δέχεται πολλούς ή πολλά
2. αυτός που περιλαμβάνει πολλούς ή πολλά
3. ως κύριο όν. Πολυδέγμων
προσωνυμία του θεού Άδη, επειδή δεχόταν πολλούς θνητούς, αλλ. Πολυδέκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο-δέγμων, νεκρο-δέγμων].

Greek Monotonic

πολυδέγμων: -ον, γεν. -ονος = πολυδέκτης, σε Ομήρ. Ύμν.

Middle Liddell

πολυδέγμων, ονος, = πολυδέκτης, Hhymn.]