προδιασυνίστημι
From LSJ
English (LSJ)
A narrate before, Sch.Il.2.718.
German (Pape)
[Seite 715] (s. ἵστημι), vorher zusammenstellen, Schol. Il. 2, 35. 225.
Greek (Liddell-Scott)
προδιασυνίστημι: διασυνίστημι, διευθετῶ πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 225 (718).
Greek Monolingual
Α
αναπτύσσω με σαφήνεια, αφηγούμαι κάτι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διασυνίστημι «αναπτύσσω κάποιο θέμα με σαφήνεια»].