προσσύρω

From LSJ
Revision as of 09:41, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσσύρω Medium diacritics: προσσύρω Low diacritics: προσσύρω Capitals: ΠΡΟΣΣΥΡΩ
Transliteration A: prossýrō Transliteration B: prossyrō Transliteration C: prossyro Beta Code: prossu/rw

English (LSJ)

[ῡ],

   A drag on or along, τὰ σκέλη Gal.6.155.

Greek (Liddell-Scott)

προσσύρω: [ῡ], σύρω πρὸς τὰ ἐμπρός, προσσύρουσι... τὰ σκέλη Γαλην. τ. 6, 155, 11.

Greek Monolingual

Α
1. σύρω κάτι προς τα εμπρός ή σύρω κάτι προς τον εαυτό μου
2. μέσ. προσσύρομαι
σύρομαι προς μια κατεύθυνση.