κισσοποίητος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ον,
A made of ivy, δούρατα Luc.Bacch.1.
German (Pape)
[Seite 1443] von Epheu gemacht, δόρατα κιττοπ. Luc. Bacch. 1.
Greek (Liddell-Scott)
κισσοποίητος: -ον, πεποιημένος ἐκ κισσοῦ, δούρατα Λουκ. Διόνυσ. 1.
Greek Monolingual
κισσοποίητος, αττ. τ. κιττοποίητος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από ξύλο κισσού («δούρατα κιττοποίητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ποίητος (< ποιῶ)].
Greek Monotonic
κισσοποίητος: -ον (ποιέω), φτιαγμένος από κισσό, σε Ομηρ. Ύμν., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κισσοποίητος: атт. κιττο-ποίητος 2 сделанный из плюща (δόρατα Luc.).