κισσοποίητος

From LSJ
Revision as of 10:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσοποίητος Medium diacritics: κισσοποίητος Low diacritics: κισσοποίητος Capitals: ΚΙΣΣΟΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: kissopoíētos Transliteration B: kissopoiētos Transliteration C: kissopoiitos Beta Code: kissopoi/htos

English (LSJ)

ον,

   A made of ivy, δούρατα Luc.Bacch.1.

German (Pape)

[Seite 1443] von Epheu gemacht, δόρατα κιττοπ. Luc. Bacch. 1.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοποίητος: -ον, πεποιημένος ἐκ κισσοῦ, δούρατα Λουκ. Διόνυσ. 1.

Greek Monolingual

κισσοποίητος, αττ. τ. κιττοποίητος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από ξύλο κισσού («δούρατα κιττοποίητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ποίητος (< ποιῶ)].

Greek Monotonic

κισσοποίητος: -ον (ποιέω), φτιαγμένος από κισσό, σε Ομηρ. Ύμν., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κισσοποίητος: атт. κιττο-ποίητος 2 сделанный из плюща (δόρατα Luc.).

Middle Liddell

κισσο-ποίητος, ον ποιέω
made of ivy, Luc.