λιβανίζω
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
English (LSJ)
A smell like frankincense, Dsc.1.71, Gal.13.475.
German (Pape)
[Seite 42] wie Weihrauch riechen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λῐβᾰνίζω: (λιβανὸς) ἔχω ὀσμὴν λιβανωτοῦ, Διοσκ. 1. 92, σ. 96, ἔκδ. Kühn.
Greek Monolingual
(Α λιβανίζω) λίβανος
νεοελλ.
1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω
2. μτφ. κολακεύω δουλικά κάποιον, εγκωμιάζω κάποιον ταπεινά
3. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια ενοχλώντας κάποιον
4. φρ. «λιβανίζω κάτι για πολύ καιρό» — καθυστερώ πολύ να κάνω κάτι
αρχ.
έχω οσμή λιβανιού.