μελαγκράνινος
From LSJ
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A plaited of rushes, Philet.17.2; σφενδόναι Str.3.5.1 (-κραϊν- codd. in both places).
Greek Monolingual
μελαγκράνινος, -ον ή μελαγκράνιος, -ον (Α)
πλεγμένος από μελαγκρανίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -κράνινος και -κράνιος (< κρανίον), πρβλ. περι-κράνιος].