παραλληλίζω

From LSJ
Revision as of 11:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλληλίζω Medium diacritics: παραλληλίζω Low diacritics: παραλληλίζω Capitals: ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΖΩ
Transliteration A: parallēlízō Transliteration B: parallēlizō Transliteration C: parallilizo Beta Code: parallhli/zw

English (LSJ)

   A place side by side, λέξεις ἰσοδυνάμους Id.437.29, cf. 1539.58.

German (Pape)

[Seite 488] neben einander od. gegen einander über stellen, auch vergleichen, Sp., bes. Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

παραλληλίζω: ἐπὶ παραθέσεως, ἤτοι συγκρίσεως, τίθημι δύο πράγματα ἐγγὺς ἀλλήλων καὶ συγκρίνω αὐτά, Εὐστ. 505. 43, κτλ.

Greek Monolingual

ΝΜ παράλληλος
θέτω, τοποθετώ πράγματα κατά τρόπο ώστε να είναι παράλληλα μεταξύ τους
νεοελλ.
1. μτφ. παραβάλλω δύο ή περισσότερα πράγματα προκειμένου να εντοπίσω τις μεταξύ τους ομοιότητες ή διαφορές, συγκρίνω
2. παρομοιάζω
3. γεωγρ. προσανατολίζω χάρτη.