παρακαθιδρύω

From LSJ
Revision as of 11:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαθιδρύω Medium diacritics: παρακαθιδρύω Low diacritics: παρακαθιδρύω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΘΙΔΡΥΩ
Transliteration A: parakathidrýō Transliteration B: parakathidryō Transliteration C: parakathidryo Beta Code: parakaqidru/w

English (LSJ)

in Pass.,

   A to be placed by or near, τῇ θεῷ Plu.Caes. 9.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαθιδρύω: ἐν τῷ παθ., τίθεμαι, ἱδρύομαι πλησίον τινός, τῷ θεῷ Πλουτ. Καῖσ. 9.

Greek Monolingual

Α
παθ. παρακαθιδρύομαι
τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι δίπλα σε κάποιον ή σε κάτιδράκων ἱερὸς παρακαθίδρυται τῇ θεῷ κατὰ τὸν μῡθον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. παρ(α)- + καθιδρύω «εγκαθιστώ, τοποθετώ, ιδρύω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καθιδρύω plaatsen naast, met dat.