συνεθιστέον

From LSJ
Revision as of 12:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεθιστέον Medium diacritics: συνεθιστέον Low diacritics: συνεθιστέον Capitals: ΣΥΝΕΘΙΣΤΕΟΝ
Transliteration A: synethistéon Transliteration B: synethisteon Transliteration C: synethisteon Beta Code: suneqiste/on

English (LSJ)

   A one must accustom oneself, c. inf., Pl.R.520c.    II one must accustom, πρὸς ταῦτα σ. αὑτούς, folld. by infs., Plu.2.522d.

Greek (Liddell-Scott)

συνεθιστέον: ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ συνηθίσῃ ἑαυτόν, Πλάτ. Πολ. 520C. II. πρέπει τις νὰ συνηθίσῃ, τινὰ πρός τι Πλούτ. 2. 522D· τινὰ ποιεῖν τι αὐτόθι 11C.

Greek Monotonic

συνεθιστέον: ρημ. επίθ. του συνεθίζω, αυτό που πρέπει κάποιος να συνηθίσει, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεθιστέον [συνεθίζω] adj. verb. n. ( sc. ἐστίν ) men moet zich eraan wennen, met inf. om te.