συνορμάω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A set in motion together, τῷ φωτὶ τὰς πράξεις Plu.2.1129e. II intr., move on together, Phalar.Ep.72: c. dat., Porph. Gaur.5.3, Steph.in Gal.1.322 D.
Greek (Liddell-Scott)
συνορμάω: θέτω εἰς κίνησιν, κινῶ, παρορμῶ ὁμοῦ, τινί τι (τι μετά τινος), Πλούτ. 2. 1129Ε. ΙΙ. ἀμεταβ., ὁρμῶ ἀπὸ κοινοῦ, συνορμῆσαι τυραννοκτονεῖν Φάλαρ. 15, μετὰ διαφ. γρ. συνορμηθῆναι.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pousser ou exciter ensemble.
Étymologie: σύν, ὁρμάω.
Russian (Dvoretsky)
συνορμάω: одновременно возбуждать: σ. τῷ φωτὶ τὰς πράξεις καὶ τὰς νοήσεις Plut. (о солнце) побуждать (своим) светом к деяниям и мыслям.