ταὐτώνυμος

From LSJ
Revision as of 12:28, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταὐτώνῠμος Medium diacritics: ταὐτώνυμος Low diacritics: ταυτώνυμος Capitals: ΤΑΥΤΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: tautṓnymos Transliteration B: tautōnymos Transliteration C: taftonymos Beta Code: tau)tw/numos

English (LSJ)

ον, (ὄνομα)

   A of the same name, Speus. ap. Simp. in Cat. 38.20.

German (Pape)

[Seite 1075] desselben Namens, gleichnamig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ ὄνομα, Καισάριος 1025.

Greek Monolingual

-η, -ο / ταὐτώνυμος, -ον, ΝΜΑ
1. ομώνυμος
2. συνώνυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ομ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].