τεμαχοπώλης
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
ου, ὁ,
A dealer in salt fish, Antiph.128.
German (Pape)
[Seite 1089] ὁ, der mit eingesalzenen Meerfischen handelt, Antiphan. bei Ath. III, 120 a.
Greek (Liddell-Scott)
τεμᾰχοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν τεταριχευμένους ἰχθῦς, ταριχοπώλης, Ἀντιφάνης παρ’ Ἀθην. 120Α.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που πουλά παστά ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέμαχος + -πώλης].