παραισαβάζω

From LSJ
Revision as of 12:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραισᾰβάζω Medium diacritics: παραισαβάζω Low diacritics: παραισαβάζω Capitals: ΠΑΡΑΙΣΑΒΑΖΩ
Transliteration A: paraisabázō Transliteration B: paraisabazō Transliteration C: paraisavazo Beta Code: paraisaba/zw

English (LSJ)

poet. for Παρασαβάζειν (nisi hoc legend.),

   A to be inspired by Sabazius, i.e. Dionysus, Hsch., Phot.

Greek (Liddell-Scott)

παραισαβάζω: ποιητ. ἀντὶ παρασ-, βακχεύω, «παραισαβάζειν· παραμεμηνέναι. ἀπὸ τοῦ Σάβου» Ἡσύχ. - Κατὰ Φώτιον «παρασαβάζειν: παραμαίνεσθαι· ἀπὸ τοῦ σαβοῦ· τοὺς γὰρ παρὰ τῷ Σαβαζίῳ βακχεύοντας καλοῦσι σαβούς· καὶ τὸ βακχεύειν σαβάζειν»·

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ. αντί παρασαβάζω) καταλαμβάνομαι από βακχικό ενθουσιαμό, μετέχω σε βακχικές γιορτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. του παρά) + σοβάζω «βακχεύω»].