προχωννύω

From LSJ
Revision as of 13:08, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχωννύω Medium diacritics: προχωννύω Low diacritics: προχωννύω Capitals: ΠΡΟΧΩΝΝΥΩ
Transliteration A: prochōnnýō Transliteration B: prochōnnyō Transliteration C: prochonnyo Beta Code: proxwnnu/w

English (LSJ)

pf. -κέχωκα,

   A form by deposition before, τὰς νήσους Arist. Mir.836a30.    II dam back, [τὴν θάλατταν] Aristid.Or.46(3).17.

Greek Monolingual

Α
1. διαμορφώνω με επιχωμάτωση την έκταση μπροστά από έναν χώρο ή ένα κτήριο
2. γεμίζω με επιχωμάτωση, μωλώνω, μπαζώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χωννύω «σωρεύω χώμα»].