συμβαδίζω

From LSJ
Revision as of 13:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβᾰδίζω Medium diacritics: συμβαδίζω Low diacritics: συμβαδίζω Capitals: ΣΥΜΒΑΔΙΖΩ
Transliteration A: symbadízō Transliteration B: symbadizō Transliteration C: symvadizo Beta Code: sumbadi/zw

English (LSJ)

   A go with, τινι J.AJ1.20.3, D.C.77.13, Ael.NA7.41.

German (Pape)

[Seite 976] mitgehen, Themist.

Greek (Liddell-Scott)

συμβᾰδίζω: βαδίζω ὁμοῦ, βαίνω ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 20, 3, Δίων Κ. 77. 13, Αἰλ.

French (Bailly abrégé)

marcher avec, τινι.
Étymologie: σύν, βαδίζω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
βαδίζω μαζί με κάποιον άλλο, συμπορεύομαι
νεοελλ.
έχω συνάφεια με κάτι, συνυπάρχω («ο πλούτος δεν συμβαδίζει με την αρετή»).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
βαδίζω μαζί με κάποιον άλλο, συμπορεύομαι
νεοελλ.
έχω συνάφεια με κάτι, συνυπάρχω («ο πλούτος δεν συμβαδίζει με την αρετή»).