σύμπλεκτος

From LSJ
Revision as of 13:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπλεκτος Medium diacritics: σύμπλεκτος Low diacritics: σύμπλεκτος Capitals: ΣΥΜΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: sýmplektos Transliteration B: symplektos Transliteration C: symplektos Beta Code: su/mplektos

English (LSJ)

ον,

   A plaited, LXXEx.36.31 (39.23); twined together, ἔρνεσι AP4.1.18 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 988] zusammengeflochten, Mel. 1, 18 (IV, 1).

Greek (Liddell-Scott)

σύμπλεκτος: -ον, ὁ ὁμοῦ συμπλεκόμενος, ἔρνεσι Ἀνθολ. Π. 4. 1, 18.

Greek Monolingual

-ον, Α συμπλέκω
1. πλεγμένος, πλεκτός («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)
2. αυτός που είναι περιπεπλεγμένος, μπερδεμένος μαζί με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

σύμπλεκτος: сплетенный вместе (τινι Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμπλεκτος -ον [συμπλέκω] in elkaar gevlochten met, met dat.