πεώδης
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
ες,
A with a large πέος, Luc.Lex.12; cf. πεοίδης.
German (Pape)
[Seite 607] ες, mit einem starken männlichen Gliede versehen, Luc. Lex. 11.
Greek (Liddell-Scott)
πεώδης: -ες, ὁ ἔχων μέγα καὶ ἐξωγκωμένον πέος, ὡσαύτως πεοίδης, Λουκ. Λεξιφάν. 12.
Greek Monolingual
-ες, Α πέος
αυτός που έχει μεγάλο πέος σε στύση.
Russian (Dvoretsky)
πεώδης: mutoniatus Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεώδης -ες [πέος] met een grote pik.